Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

σύγνεφο με παντελόνια (απόσπασμα)

Μαρία, Μαρία, Μαρία.
Άσε με να μπω Μαρία,
δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις-
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
-πάλι-
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ'το χτεσινό σου χάδι.

Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.

Βλέπεις-
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.

Μαρία,
φοβάμαι μην ξεχάσω τ'όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.

Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;

Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που του'κοψε το τραίνο.

Χίλιες φορές φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι αν όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ'εκατομμύρια στάλες αίμα
θα'χουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.

Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.

Κοιτάχτε-
αποκεφάλισαν ξανά τ'αστέρια-
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Έι, εσύ! Ουρανέ!
Βγαλ' το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.

Ησυχία!
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ'τα τσιμπούρια των άστρων.

Αν με ξεχάσεις (si tú me olvidas)

Ένα
θέλω να ξέρεις.

Ξέρεις πώς είν'αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.

Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ'αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ'αγαπώ λίγο λίγο.

Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ'έχω λησμονήσει.

Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ'τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.

Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ'τη δική μου να φύγει.

όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ'αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ'έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

24 Σεπτέμβρη 1945

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε.
Το πιο όμορφο παιδί αυτό
που ακόμα δεν γεννήσαμε.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμη.
Και όσα θέλω να σου πω
τα πιο όμορφα απ'όλα
δεν στα'χω πει ακόμη...

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Για την τρυφερότητα

...Ο έρωτας δεν ωριμάζει ποτέ. Εισβάλλει αιφνίδια στον σκοτεινό θάλαμο του όντος και ανάβει φωτιά παρανάλωμα, καταφέγγει, πυρώνει την ύπαρξη, την κατακαίει και, φεύγοντας, την κατακαλύπτει με στάχτη πικρή. Ο θάλαμος του όντος ξαναβυθίζεται στο σκότος, στο πιο σκοτεινό σκοτάδι, αυτό που εκρέει από την μνήμη την φαρμακωμένη πια, εκείνης της πυρπόλησης όλων των ουσιών του ανθρώπου. Γιατί ο έρωτας αρχίζει ως πόνος έλλειψης και περατώνεται ως μαρτύριο έλλειψης. Μέσα στην εγγενή βιαιότητά του, η τρυφερότητα, και όταν κατορθώνει να διαβεί από την σχέση/ζεύγμα, απομένει απαρατήρητη. Για να προσφέρει με αφιλοκέρδεια ελευθερίας, όταν ο έρωτας βιώνεται ως υπαρκτικός ολοκληρωτισμός. Γιατί εμφανίζεται ως 'άσκοπη' ενώ εκείνος κατακαίεται από την σκοτεινή σκοπιμότητα του πάθους, επιταγή των εγκάτων του όντος...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Επέτειος

"Βουνό με βουνό δε σμίγει'', λένε στο στρατό,
''άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει''
όμως πέρασαν τρία χρόνια κι ακόμα να σμίξουμε
και Κύριος οίδε τί θα γίνει τώρα που μπαίνουμε στον τέταρτο.

Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα έχω μαλώματα με την καρδιά μου.
''Καρδιά μου", της λέω,"κάνε κι εσύ μια υποχώρηση
υπάρχει τόση ομορφιά σ'αυτό τον κόσμο,
υπάρχουν τόσα σαββατόβραδα για γλέντι,
επιτέλους δε χάθηκαν οι ευκαιρίες για προσήλωση''.
"Δεν ξέρεις τί ζητάς", μου αποκρίνεται,
"σε χάλασαν οι τόσες διαψεύσεις,
σ'έκανε εύκολο η απελπισία,
έπαψες να πιστεύεις πια στον έρωτα : σε κλαίω".

Δεν ξέρω τί της έκανες αυτής της καρδιάς
και ξημεροβραδιάζεται με τ'όνομά σου
όμως εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος,
η σάρκα μου πεινάει, θέλει να φάει,
το αίμα μου κρυώνει, θέλει να ζεσταθεί.

Να φύγεις απ'τη μνήμη μου και την καρδιά μου.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

το γλωσσάριον των ανθέων

την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
την ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο

νυν ή αεί;
αεί

αυτόν ή τον άλλον;
αυτόν
εσένα ή τον άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ωμέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

ν'αγαπιέσαι ή ν'αγαπάς;
ν'αγαπώ

Ιθάκη

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.

Πάντως, δεν ήταν λύση: ήταν ημίμετρο.

Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά.

Τώρα επιστρέφω με μιαν ύστατη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.

Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά∙
μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;