Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Βολέματα Καταστροφής

Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ
θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.

Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.

Όταν βουλιάζω σ' έυκολες εξάψεις,
να 'ρχεται μια εξευτέλιση να με συνεφέρνει.

Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
να 'χω ένα όραμα να με θαμπώνει.

Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.

Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,
να 'χω τη δύναμη να πω "Κύριε όχι άλλο" -

κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Αντινομία

Ο έρωτας σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού -χίλιες οργές-
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.

Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και εξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ' τον δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις μες στο φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Επικίνδυνη μοναξιά

Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.

Αν έστω κι ένας μόνο απηχούσε
κάτι απ'τη δική σου ομορφιά,
θα του 'λεγα: "Λοιπόν, τί περιμένεις;
με τα καρφιά των παπoυτσιών σου κάρφωσέ με"-

και δε θα καρτερούσα πια γλυκό φιλί
ούτε μια τρυφερή περίπτυξη.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

θέλεις να πατάς σταθερά

Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Ρωμιοσύνη I

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά
ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Το τραγούδι του Σόλομον

Τραγούδα του είπε. "Τραγούδησέ μου κάτι". Ο Γαλατάς δεν ήξερε κανένα τραγούδι κι ούτε είχε καμία φωνή σπουδαία, αλλά δεν ήταν δυνατό ν'αγνοήσει τη επιτακτικότητα που είχε το παρακάλι της, Κι έτσι τραγούδησε για τη γυναίκα που του το ζήτησε μόνο λόγια, χωρίς ίχνος σκοπό, "Κορίτσι μου γλυκό, εδώ μη μ'αφήνεις, οι μπάλες του μπαμπακιού θα με πνίξουνε. Κορίτσι μου γλυκό, εδώ μη μ'αφήνεις, τα χέρια του λευκού θα με ζέψουνε". Το αίμα δε χοχλάκιζε πια στο χέρι του, στο στόμα της φάνηκαν κάτι μαύρες φουσκάλες. Κι όμως, όταν έγειρε το κεφάλι της για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, ο Γαλατάς δεν κατάλαβε αμέσως ότι είχε παθάνει. Κι όταν το κατάλαβε, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις φθαρμένες, παμπάλαιες λέξεις να βγαίνουν όλο και πιο δυνατά από το στόμα του, λες κι αυτή η ολοένα μεγαλύτερη ένταση θα την ξυπνούσε. Αντί για την Πάιλετ, ξύπνησαν τα πουλιά κι ο αέρας αναρρίγησε στο ξαφνικό πέταγμά τους. Ο Γαλατάς ακούμπησε το κεφάλι της στο βράχο. Δυο πουλιά άρχισαν να κόβουν βόλτες από πάνω τους. Το ένα έκανε μια βουτιά στο φρεσκοσκαμμένο τάφο κι άρπαξε κάτι γυαλιστερό στο ράμφος του πριν πετάξει μακριά.

Τώρα ήξερε γιατί την αγαπούσε τόσο. Γιατί εκείνη μπορούσε να πετάει χωρίς καν ν' αφήνει τη γη. "Πρέπει να υπάρχει κι άλλη γυναίκα σαν και σένα", της ψιθύρισε. "Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει τουλάχιστον άλλη μια γυναίκα σαν και σένα σ'αυτό τον κόσμο".

...Αν αφεθείς στον άνεμο, θα μπορέσεις και να τον καβαλικέψεις...

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς·
κι ύστερα καλή μ'αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ'τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ'τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
η κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
Ας περιμένουν οι αχρείοι.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Ηδονή

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Άνεμος του Νοεμβρίου

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν'αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν
ν'αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ'το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δε θα μας θυμηθεί.