Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι

Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι-κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.
Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
Ὅμως κι αὐτὰ προσθέτουν στὴ ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τὸ γόνατό της νὰ γωνιάζει τὸ σεντόνι-
Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτὴ ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμὴ τῆς τρυφερότητας, καὶ τὸ ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καὶ τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο ποὺ ζήτησα, ἄσκοπα καὶ πάλι, νὰ στὸ ἐξηγήσω.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας।
Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Ρήμαγμα

Τις παγωμένες νύχτες,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σε αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμα να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρά σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

Τις παγωμένες νύχτες,
ψυχή μου, πώς αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Πέρα από τις ιδέες των σωστών πράξεων και των λάθος πράξεων υπάρχει ένα πεδίο.
Θα σε συναντήσω εκεί.
Όταν η ψυχή ξαπλώνει σε αυτό το γρασίδι, ο κόσμος είναι πάρα πολύ πλήρης για να μιλήσουμε για ιδέες,
γλώσσα, ακόμη και η φράση "ένας τον άλλον" δεν έχει κανένα νόημα.

-

Σήμερα, όπως κάθε άλλη μέρα, ξυπνήσαμε άδειοι και φοβισμένοι.
Μην ανοίγεις την πόρτα στη μελέτη και αρχίσε να διαβάζεις.
Καταπιάσου με ένα μουσικό όργανο.
Άφησε την ομορφιά που αγαπάμε να είναι αυτό που κάνουμε.
Υπάρχουν εκατοντάδες τρόποι για να γονατίσεις και να φιλήσεις το έδαφος.

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Τρεις ευχές

Δεν είναι τα γεγονότα μαρτυρικά και βαρετά;
Δεν είναι καλύτερα να έχεις τρεις ευχές
με την προϋπόθεση ότι όλες θα εκπληρωθούν;

Εύχομαι μια ζωή χωρίς μεγάλα διαλείματα
στα οποία οι τοίχοι σαρώνονται από βλήματα
μια ζωή που δεν θα φυλλομετρείται
από ταμίες.

Εύχομαι να γράφω γράμματα στα οποία
θα είμαι αρκετά περιεκτικός.

Εύχομαι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι εσείς θα μπορείτε
μπροστά να μπαίνετε και πίσω να βγαίνετε.

Δεν θέλω να ξεχάσω ότι είναι πιο ωραία
να σε αγαπάω από το να μην σε αγαπάω.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Ο Αυτόχειρας

Δε θα μείνει στη νύχτα ούτ’ ένα αστέρι.
Δε θα μείνει η νύχτα.
Θα πεθάνω και μαζί μου όλο
τ’ ανυπόφορο σύμπαν.
Θα σβήσω τις πυραμίδες, τα μετάλλια,
τις ηπείρους και τα πρόσωπα.
Θα σβήσω το θησαύρισμα του παρελθόντος.
Θα κάνω σκόνη την ιστορία, σκόνη τη σκόνη.
Κοιτάζω τώρα το στερνό ηλιοβασίλεμα.
Ακούω το στερνό πουλί.
Κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν.

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Ψαλμός 9

Ω ρόδο πέρα από το άγγιγμα του χρόνου και των αισθήσεων
Ω φιλί περιβεβλημένο από τα μαντήλια όλων των ανέμων
εξέπληξέ με, με ένα όνειρο
έτσι ώστε η τρέλλα μου να σε αποφύγει
Αποφεύγοντας εσένα
προκειμένου να σε πλησιάσω
ανακάλυψα το χρόνο
Πλησιάζοντας εσένα
προκειμένου να σε αποφύγω
ανακάλυψα τις αισθήσεις μου
Ανάμεσα στο πλησίασμα και την αποφυγή
υπάρχει μια πέτρα στο μέγεθος ενός ονείρου
Δεν πλησιάζει
Δεν αποφεύγει
Είσαι η χώρα μου
Μια πέτρα δεν είναι αυτό που είμαι
γι' αυτό δεν μου αρέσει να αντικρύζω τον ουρανό
ούτε μπορώ να πεθάνω στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος
Αλλά είμαι ένας ξένος, πάντα ένας ξένος

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Ανάβαση

Τούτη
η στενή ανάμεσα σε τοίχους γραμμένη
άβατη-αληθινή
άνοδος κι επιστροφή
στο φωτεινόκαρδο μέλλον.

Εκεί.

Συλλαβών
μόλοι, θαλασσο-
βαμμένοι, μακριά
στον απέραντο πόντο.

Έπειτα:
σημαδούρες,
λύπης σημαδούρες αράδα
με τα
για μια στιγμή ωραία αναδυόμενα
λαμπυρίσματα της ανάσας-: ήχοι
καμπάνας φωτεινής (ντουμ-,
ντουν-, ουν-,
unde suspirat
cor),

απο-
πληρωμένοι, απο-
λυτρωμένοι, δικοί μας.

Κάτι ορατό, ακροάσιμο, η
απ-
ελευθερωμένη λέξη-σκηνή:

Μαζί.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

H σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Βολέματα Καταστροφής

Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ
θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.

Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.

Όταν βουλιάζω σ' έυκολες εξάψεις,
να 'ρχεται μια εξευτέλιση να με συνεφέρνει.

Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
να 'χω ένα όραμα να με θαμπώνει.

Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.

Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,
να 'χω τη δύναμη να πω "Κύριε όχι άλλο" -

κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Αντινομία

Ο έρωτας σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού -χίλιες οργές-
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.

Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε και εξανεμίστηκε το αλάτι.
Μα εσύ προσμένεις απ' τον δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις μες στο φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Επικίνδυνη μοναξιά

Όταν τις νύχτες τριγυρνώ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μες σε χιλιάδες πρόσωπα να βρω
εκείνο το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού σου.

Αν έστω κι ένας μόνο απηχούσε
κάτι απ'τη δική σου ομορφιά,
θα του 'λεγα: "Λοιπόν, τί περιμένεις;
με τα καρφιά των παπoυτσιών σου κάρφωσέ με"-

και δε θα καρτερούσα πια γλυκό φιλί
ούτε μια τρυφερή περίπτυξη.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

θέλεις να πατάς σταθερά

Θέλεις να πατάς σταθερά.
Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά.
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές.
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει.
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Ρωμιοσύνη I

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά
ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Το τραγούδι του Σόλομον

Τραγούδα του είπε. "Τραγούδησέ μου κάτι". Ο Γαλατάς δεν ήξερε κανένα τραγούδι κι ούτε είχε καμία φωνή σπουδαία, αλλά δεν ήταν δυνατό ν'αγνοήσει τη επιτακτικότητα που είχε το παρακάλι της, Κι έτσι τραγούδησε για τη γυναίκα που του το ζήτησε μόνο λόγια, χωρίς ίχνος σκοπό, "Κορίτσι μου γλυκό, εδώ μη μ'αφήνεις, οι μπάλες του μπαμπακιού θα με πνίξουνε. Κορίτσι μου γλυκό, εδώ μη μ'αφήνεις, τα χέρια του λευκού θα με ζέψουνε". Το αίμα δε χοχλάκιζε πια στο χέρι του, στο στόμα της φάνηκαν κάτι μαύρες φουσκάλες. Κι όμως, όταν έγειρε το κεφάλι της για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, ο Γαλατάς δεν κατάλαβε αμέσως ότι είχε παθάνει. Κι όταν το κατάλαβε, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις φθαρμένες, παμπάλαιες λέξεις να βγαίνουν όλο και πιο δυνατά από το στόμα του, λες κι αυτή η ολοένα μεγαλύτερη ένταση θα την ξυπνούσε. Αντί για την Πάιλετ, ξύπνησαν τα πουλιά κι ο αέρας αναρρίγησε στο ξαφνικό πέταγμά τους. Ο Γαλατάς ακούμπησε το κεφάλι της στο βράχο. Δυο πουλιά άρχισαν να κόβουν βόλτες από πάνω τους. Το ένα έκανε μια βουτιά στο φρεσκοσκαμμένο τάφο κι άρπαξε κάτι γυαλιστερό στο ράμφος του πριν πετάξει μακριά.

Τώρα ήξερε γιατί την αγαπούσε τόσο. Γιατί εκείνη μπορούσε να πετάει χωρίς καν ν' αφήνει τη γη. "Πρέπει να υπάρχει κι άλλη γυναίκα σαν και σένα", της ψιθύρισε. "Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει τουλάχιστον άλλη μια γυναίκα σαν και σένα σ'αυτό τον κόσμο".

...Αν αφεθείς στον άνεμο, θα μπορέσεις και να τον καβαλικέψεις...

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς·
κι ύστερα καλή μ'αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ'τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ'τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
η κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
Ας περιμένουν οι αχρείοι.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Ηδονή

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Άνεμος του Νοεμβρίου

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν'αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν
ν'αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ'το παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δε θα μας θυμηθεί.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

σύγνεφο με παντελόνια (απόσπασμα)

Μαρία, Μαρία, Μαρία.
Άσε με να μπω Μαρία,
δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις-
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
-πάλι-
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ'το χτεσινό σου χάδι.

Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.

Βλέπεις-
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.

Μαρία,
φοβάμαι μην ξεχάσω τ'όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.

Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;

Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που του'κοψε το τραίνο.

Χίλιες φορές φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό τη γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι αν όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ'εκατομμύρια στάλες αίμα
θα'χουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.

Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.

Κοιτάχτε-
αποκεφάλισαν ξανά τ'αστέρια-
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Έι, εσύ! Ουρανέ!
Βγαλ' το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.

Ησυχία!
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ'τα τσιμπούρια των άστρων.

Αν με ξεχάσεις (si tú me olvidas)

Ένα
θέλω να ξέρεις.

Ξέρεις πώς είν'αυτό:
κοιτάζω
το κρυστάλλινο φεγγάρι, το κόκκινο κλαδί
του αργού φθινοπώρου στο παράθυρό μου,
αγγίζω
πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
κι όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου που με περιμένουν.

Ωστόσο,
αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ'αγαπάς
θα πάψω κι εγώ να σ'αγαπώ λίγο λίγο.

Κι αν ξαφνικά
με ξεχάσεις
μην ψάξεις να με βρεις,
θα σ'έχω λησμονήσει.

Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ κι είναι τρελός
ο άνεμος από σημαίες
που περνάει απ'τη ζωή μου
κι αποφασίσεις
να με αφήσεις στην όχθη
της καρδιάς που έχω ρίζες,
σκέψου
πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.

Όμως
αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα,
νιώθεις προορισμένη για μένα
με γλυκύτητα αψεγάδιαστη.
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει,
αχ αγάπη μου, αχ δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά θα επαναλαμβάνεται,
μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει ούτε θα ξεχαστεί,
η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου, αγαπημένη,
κι όσο θα ζεις θα είναι μες στην αγκαλιά σου
χωρίς απ'τη δική μου να φύγει.

όταν σε περιμένω

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ'αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ'έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

24 Σεπτέμβρη 1945

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε.
Το πιο όμορφο παιδί αυτό
που ακόμα δεν γεννήσαμε.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις ζήσαμε ακόμη.
Και όσα θέλω να σου πω
τα πιο όμορφα απ'όλα
δεν στα'χω πει ακόμη...

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Για την τρυφερότητα

...Ο έρωτας δεν ωριμάζει ποτέ. Εισβάλλει αιφνίδια στον σκοτεινό θάλαμο του όντος και ανάβει φωτιά παρανάλωμα, καταφέγγει, πυρώνει την ύπαρξη, την κατακαίει και, φεύγοντας, την κατακαλύπτει με στάχτη πικρή. Ο θάλαμος του όντος ξαναβυθίζεται στο σκότος, στο πιο σκοτεινό σκοτάδι, αυτό που εκρέει από την μνήμη την φαρμακωμένη πια, εκείνης της πυρπόλησης όλων των ουσιών του ανθρώπου. Γιατί ο έρωτας αρχίζει ως πόνος έλλειψης και περατώνεται ως μαρτύριο έλλειψης. Μέσα στην εγγενή βιαιότητά του, η τρυφερότητα, και όταν κατορθώνει να διαβεί από την σχέση/ζεύγμα, απομένει απαρατήρητη. Για να προσφέρει με αφιλοκέρδεια ελευθερίας, όταν ο έρωτας βιώνεται ως υπαρκτικός ολοκληρωτισμός. Γιατί εμφανίζεται ως 'άσκοπη' ενώ εκείνος κατακαίεται από την σκοτεινή σκοπιμότητα του πάθους, επιταγή των εγκάτων του όντος...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Επέτειος

"Βουνό με βουνό δε σμίγει'', λένε στο στρατό,
''άνθρωπος με άνθρωπο σμίγει''
όμως πέρασαν τρία χρόνια κι ακόμα να σμίξουμε
και Κύριος οίδε τί θα γίνει τώρα που μπαίνουμε στον τέταρτο.

Εν τω μεταξύ, κάθε μέρα έχω μαλώματα με την καρδιά μου.
''Καρδιά μου", της λέω,"κάνε κι εσύ μια υποχώρηση
υπάρχει τόση ομορφιά σ'αυτό τον κόσμο,
υπάρχουν τόσα σαββατόβραδα για γλέντι,
επιτέλους δε χάθηκαν οι ευκαιρίες για προσήλωση''.
"Δεν ξέρεις τί ζητάς", μου αποκρίνεται,
"σε χάλασαν οι τόσες διαψεύσεις,
σ'έκανε εύκολο η απελπισία,
έπαψες να πιστεύεις πια στον έρωτα : σε κλαίω".

Δεν ξέρω τί της έκανες αυτής της καρδιάς
και ξημεροβραδιάζεται με τ'όνομά σου
όμως εγώ είμαι αδύνατος άνθρωπος,
η σάρκα μου πεινάει, θέλει να φάει,
το αίμα μου κρυώνει, θέλει να ζεσταθεί.

Να φύγεις απ'τη μνήμη μου και την καρδιά μου.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

το γλωσσάριον των ανθέων

την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
την ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο

νυν ή αεί;
αεί

αυτόν ή τον άλλον;
αυτόν
εσένα ή τον άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ωμέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

ν'αγαπιέσαι ή ν'αγαπάς;
ν'αγαπώ

Ιθάκη

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.

Πάντως, δεν ήταν λύση: ήταν ημίμετρο.

Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά.

Τώρα επιστρέφω με μιαν ύστατη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.

Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά∙
μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;